- Ἀρτεμισίας
- Ἀρτεμισίᾱς , Ἀρτεμισίηfem acc plἈρτεμισίᾱς , Ἀρτεμισίηfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρτεμισίας — ἀρτεμισίᾱς , ἀρτεμισία wormwood fem acc pl ἀρτεμισίᾱς , ἀρτεμισία wormwood fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαυσωλείο — Μεγαλόπρεπος τάφος της Αλικαρνασσού. Κατασκευάστηκε τον 4ου αι. π.Χ. προς τιμήν του Μαυσώλου (377 353 π.Χ.), σατράπη της Καρίας. Το μνημείο, που συγκαταλέγεται μεταξύ των Επτά θαυμάτων της αρχαιότητας, σχεδιάστηκε από τους αρχιτέκτονες Σάτυρο και … Dictionary of Greek
Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek
Σάτυρος — I Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι άγνωστος ο τόπος της καταγωγής του καθώς και ο χρόνος που μαρτύρησε. Αποκεφαλίστηκε στην Καμπανία της Ιταλίας, μαζί με πολλούς άλλους των περισσότερων από τους οποίους τα ονόματα είναι άγνωστα. Η μνήμη… … Dictionary of Greek
Αρτεμισία — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κόρη του Έλληνα ηγεμόνα της Αλικαρνασσού Λύγδαμη (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Έγινε θρυλική μορφή για τη συμμετοχή της με πέντε πλοία στην εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας και τη γενναία δράση της στη… … Dictionary of Greek
Εκάτομνος — (4oς αι. π.Χ.). Ηγεμόνας της Καρίας, πατέρας του Μαυσώλου και της Αρτεμισίας της νεότερης. Αν και ήταν αρχηγός μιας από τις δύο περσικές στρατιές στον Κυπριακό πόλεμο (394 385 π.Χ.), συμμάχησε κρυφά με τους Έλληνες και προσέφερε χρηματική βοήθεια … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Καλαμάτας, δήμος — Δήμος (57.620 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και τις πρώην κοινότητες Αλαγονίας, Αντικαλάμου, Αρτεμισίας, Ασπροχώματος, Βέργας, Ελαιοχωρίου, Καρβελίου, Λαδά,… … Dictionary of Greek
Κάλυμνος — I Νησί (111,14 τ. χλμ., 16.441 κάτ.) του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, Β της Κω και Ν της Λέρου, της οποίας αποτελεί συνέχεια· τα νησάκια που βρίσκονται μεταξύ τους (Βελόνα, Γλαρονήσι, Διαπόρι) είναι τα υπολείμματα της ξηράς που καταβυθίστηκε. Το… … Dictionary of Greek
κεφάλιο — Βοτρυώδης ταξιανθία που χαρακτηρίζει τα σύνθετα (δικοτυλήδονα) αλλά και άλλες ομάδες φυτών. Πρόκειται για μία ταξιανθία δισκοειδούς μορφής, η οποία αποτελείται από έναν κοντό άξονα, που στην κορυφή του διαπλατύνεται σε πλατύ, σαρκώδη, κυρτό,… … Dictionary of Greek